- καλαμένιος
- -α, -οβλ. καλάμινος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλαμένιος, -ια, -ιο — κατασκευασμένος από καλάμι: Η πόρτα αυτή είναι καλαμένια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλαμωτός — ή, ό (Μ καλαμωτός, ή, όν) [καλαμώ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι β) καλαμένιος φράκτης κήπων που… … Dictionary of Greek
καλάμινος — η, ο και καλαμένιος, α, ο (AM καλάμινος, ίνη, ον) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.) αρχ. αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καλαμικός — καλαμικός, ή, όν (Α) [κάλαμος] πάπ. ο κατασκευασμένος από καλάμι, καλαμένιος, καλάμινος … Dictionary of Greek
νάι — και νέι, το άκλ. μουσ. καλαμένιος αυλός με έξι οπές στην πρόσθια όψη και μία στην οπίσθια όψη, ο οποίος χρησιμοποιείται στην περσική, αραβική και τουρκική έντεχνη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
καλαμωτή — η 1.πλέγμα από καλάμια. 2. καλαμένιος φράχτης σε κήπο, για να προφυλάγονται από τον αέρα ή τον ήλιο ευπαθή φυτά. 3. καλαμένιο φράγμα σε ιχθυοτροφεία. 4. καλαμένιο πλαίσιο, όπου απλώνονται φρούτα για αποξήρανση (σύκα, σταφίδες κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)